- αμφίβολοι
- Ορυκτά τα οποία ορίζονται χημικά πυριτικά άλατα ασβεστίου, σιδήρου και μαγνησίου. Ο τύπος των απλούστερων α. είναι (Mg,Fe) SiO3 και στους πιο σύνθετους το μαγνήσιο και το σίδηρο μπορούν να αντικατασταθούν από το αργίλιο, το ασβέστιο και το νάτριο, ενώ στο μόριό τους μετέχει και υδροξύλιο.
Η σύνθεση και η δομή τους μοιάζουν με τις αντίστοιχες των ομάδων των πυροξένων. Οι α. είναι πολύ διαδεδομένοι στον γήινο φλοιό και μάλιστα αποτελούν τα κύρια συστατικά των βασικών και υπερβασικών πυριγενών πετρωμάτων. Κρυσταλλώνονται σε τρία διαφορετικά συστήματα: ρομβικό, μονοκλινές και τρικλινές· οι πιο διαδεδομένοι όμως είναι οι κρυσταλλούμενοι στο μονοκλινές. Οι πιο κοινοί α. είναι ο ακτινόλιθος και η κεροστίλβη· άλλοι α. είναι ο τερμολίτης, ο γλαυκοφανής και ογεδρίτης.
Τα πετρώματα στα οποία επικρατούν ορυκτά της ομάδας των α. λέγονται αμφιβολίτες· τα ορυκτά αυτά είναι κατά κανόνα μεταμορφωσιγενή και προέρχονται από εξαλλοίωση των γάββρων που οφείλεται σε μηχανικά αίτια.
Οι αμφίβολοι αποτελούν το βασικό συστατικό του πετρώματος αυτού (αμφιβολίτης), όπως φαίνεται στο μικροσκόπιο. Tα χρώματα οφείλονται στο φαινόμενο της πόλωσης (φωτ. Igda).
* * *οι (Ορυκτ.)σημαντική ομάδα πυριτικών πετρογενετικών ορυκτών, τα οποία είναι σε στενή σχέση μεταξύ τους, τόσο στις φυσικοχημικές τους ιδιότητες όσο και στην κρυσταλλική τους δομή. Συναντώνται σε μια μεγάλη ποικιλία εκρηξιγενών πετρωμάτων (πετρώματα που προέρχονται από τη στερεοποίηση μαγματικού υλικού) καθώς και σε μεταμορφωμένα πετρώματα (δηλαδή πετρώματα που έχουν υποστεί μεταβολές σε ορισμένα βάθη μέσα στη γη κάτω από συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας μεγαλύτερες από αυτές που επικρατούν στην επιφάνεια τής γης).
Dictionary of Greek. 2013.